Μία ακίνητη προσθετική εργασία μπορεί να διαρκέσει για πολλά χρόνια (τουλάχιστον 10-15), με την προϋπόθεση όμως ότι ο ασθενής θα φροντίζει για την υγιεινή του στόματος. Πρέπει να τονίσω ότι ακόμη και η καλύτερη ακίνητη προσθετική εργασία αν δε συνοδεύεται από την τήρηση ορισμένων βασικών μέτρων είναι καταδικασμένη κάποια στιγμή στο μέλλον να αποτύχει. Τα δόντια τα οποία στηρίζουν μία γέφυρα είναι φυσικά, επομένως είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να διατηρούνται σε καλή κατάσταση προκειμένου να ανταπεξέλθουν ικανοποιητικά στο λειτουργικό και αισθητικό τους ρόλο. Επίσης θα πρέπει να γίνεται ετήσιος έλεγχος όλων των προσθετικών εργασιών που φέρει στο στόμα του ο ασθενής ώστε τυχόν προβλήματα να εντοπίζονται και να διορθώνονται το νωρίτερο δυνατό.
Βεβαίως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση της ανάγκης για αντικατάσταση μιας ακίνητης προσθετικής εργασίας, όπως για παράδειγμα κάποια κατασκευαστική ατέλεια από την πλευρά του οδοντοτεχνίτη ή ακόμη και λάθη τεχνικής από την πλευρά του οδοντιάτρου. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα μας απασχολήσουν τα αίτια αντικατάστασης μιας καταρχήν ορθά κατασκευασμένης γέφυρας.
Οι κυριότεροι λόγοι που μας αναγκάζουν να αντικαταστήσουμε πρόωρα μία ακίνητη προσθετική εργασία μπορούν να διακριθούν σε 2 κατηγορίες, τους αισθητικούς και τους λειτουργικούς. Αυτοί είναι οι εξής:
1. Εάν κάποιο δόντι-στήριγμα της ακίνητης προσθετικής εργασίας τερηδονιστεί τότε μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση συμπτωμάτων ή σε πιθανό κάταγμα του δοντιού ή της προσθετικής εργασίας ή ακόμη και σε αποκόλληση της.
2. Αν ο ασθενής δε δείχνει την παραμικρή προσοχή στη μάσηση (πχ αν μασά συνεχώς σκληρές τροφές ασκώντας μεγάλες δυνάμεις στα δόντια) τότε μία στεφάνη ή γέφυρα από πορσελάνη κινδυνεύει να σπάσει.
3. Αν υποχωρήσουν τα ούλα αντίστοιχα με κάποιο δόντι το οποίο στηρίζει μια ακίνητη προσθετική εργασία τότε μπορεί να χαθεί η αισθητική εμφάνισή της. Αυτό συμβαίνει διότι αποκαλύπτεται η ρίζα του δοντιού αλλά και το τελείωμα της στεφάνης, το οποίο είναι συνήθως κατασκευασμένο από μέταλλο. Επιπλέον ο ασθενής κινδυνεύει να εμφανίσει περιοδοντίτιδα, η οποία σταδιακά θα προκαλέσει κινητικότητα και πιθανή απώλεια του δοντιού, άρα και της προσθετικής εργασίας.
4. Με την πάροδο του χρόνου, μπορεί τα διπλανά δόντια να χάσουν το λευκό τους χρώμα, ειδικά όταν οι επιφάνειες τους γεμίσουν από χρωστικές (υπερκατανάλωση καφέ, κάπνισμα κλπ). Τα υλικά των στεφανών και γεφυρών (αυτό ισχύει κυρίως για την πορσελάνη) δε μεταβάλλουν το χρώμα τους με την πάροδο του χρόνου. Στην περίπτωση αυτή βέβαια μπορεί να υπάρξει λύση πχ με λεύκανση των δοντιών, αλλά δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική.
Συμπερασματικά θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι μετά το πέρας της τοποθέτησης μιας στεφάνης ή γέφυρας αλλά και γενικότερα οποιασδήποτε εργασίας στο στόμα ενός ασθενή δε θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να διακόψει ή να συνεχίσει να παραμελεί τη στοματική του υγιεινή. Ορισμένοι ασθενείς διακατέχονται από τη λανθασμένη νοοτροπία ότι "έβαλα γέφυρα, άρα ξεμπέρδεψα με τα δόντια μου". Η νοοτροπία αυτή είναι βέβαια ότι σύντομα θα τους οδηγήσει ξανά στην οδοντιατρική καρέκλα.
Η σχεδίαση και κατασκευή μιας επιτυχημένης ακίνητης προσθετικής εργασίας εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων. Υπάρχουν παράγοντες που σχετίζονται με την επιστημονική και τεχνική κατάρτιση του οδοντιάτρου, παράγοντες που σχετίζονται με το στάδιο κατασκευής στο οδοντοτεχνικό εργαστήριο και φυσικά παράγοντες που σχετίζονται με τον ασθενή μας. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι πρόκειται για μία σύνθετη διαδικασία η οποία θα πρέπει να προσεχτεί σε κάθε της στάδιο για να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αισθητικό και λειτουργικό αποτέλεσμα.
Το πρώτο και βασικότερο στάδιο στο οποίο θα σταθώ και θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση είναι το σχέδιο θεραπείας. Αυτό περιλαμβάνει την εκτίμηση όλων εκείνων των παραγόντων που αφορούν το συγκεκριμένο ασθενή που έχουμε απέναντί μας και θα λάβουμε υπόψιν μας. Η λήψη του ιατρικού και οδοντιατρικού ιστορικού και η σωστή κλινική και ακτινογραφική εξέταση θα μας βοηθήσουν εντοπίσουμε όλους εκείνους τους παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην επιτυχία ή αποτυχία της ακίνητης προσθετικής εργασίας. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι οι εξής:
Γενικοί παράγοντες: δυστυχώς δεν είναι όλοι οι ασθενείς κατάλληλοι για ακίνητη προσθετική εργασία.
Ένα στοιχείο που θα παίξει βασικό ρόλο στην επιτυχία είναι η δραστηριοποίηση και συνεργασία του ασθενή προκειμένου να εφαρμόσει το κατάλληλο πρόγραμμα στοματικής υγιεινής που θα του υποδείξουμε. Όπως τονίζω και αλλού, η κάθε στεφάνη και γέφυρα είναι καταδικασμένη να αποτύχει αν ο ασθενής δε δείξει διάθεση να φροντίσει για την υγεία των δοντιών του δόντια του.
Άλλος ένας παράγοντας είναι η κατάσταση της γενικής υγείας του ασθενή. Προφανώς, αν η γενική του υγεία είναι σοβαρά διαταραγμένη δε μπορούμε να προβούμε σε κάποια θεραπευτική ενέργεια, πριν την συνολική θεραπευτική του αντιμετώπιση από τον κατάλληλο θεράποντα ιατρό.
Η ηλικία του ασθενή. Σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας είναι πιο εύκολο να καταλήξει κανείς σε απόφαση να αποκαταστήσει τις νωδότητες με κινητές (μερικές οδοντοστοιχίες) παρά με ακίνητες ( γέφυρες) προσθετικές εργασίες παρά σε νεαρά άτομα.
Ο ψυχολογικός παράγοντας. Υπάρχουν άνθρωποι που δε μπορούν να συμβιβαστούν με την ιδέα μιας κινητής συσκευής γιατί συνδέουν την ύπαρξή της με το γήρας. Όσο και αν προσπαθήσουμε να τους πείσουμε ότι το καλύτερο σχέδιο θεραπείας για την περίπτωση τους είναι η τοποθέτηση μερικής οδοντοστοιχίας, αρνιούνται πεισματικά να το αποδεχτούν και προτιμούν να αφήσουν τα δόντια τους χωρίς αποκατάσταση (μέχρι να τα χάσουν όλα...).
Ο οικονομικός παράγοντας. Σε γενικές γραμμές, η αποκατάσταση με γέφυρες (ειδικά με πορσελάνη) κοστίζει αρκετά περισσότερο από ότι η αποκατάσταση με μερική οδοντοστοιχία. Ειδικοί παράγοντες: αφορούν την κατάσταση των δοντιών, των ούλων και γενικότερα του στόματος και είναι:
Ο αριθμός των δοντιών που λείπουν. Αν για παράδειγμα σας λείπουν πολλά δόντια είναι συχνά προτιμότερο να αποκαταστήσετε τα κενά με κινητή προσθετική εργασία παρά με ακίνητη.
Η κατάσταση του περιοδοντίου. Δόντια με βαριά ουλίτιδα ή περιοδοντίτιδα είναι κατά κανόνα ακατάλληλα για στηρίγματα μιας γέφυρας. Αν πρώτα δεν ελέγξουμε την πάθηση δε μπορούμε να αναμένουμε επιτυχία στην κατασκευή και τοποθέτηση μιας γέφυρας γιατί είναι σίγουρο ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα παρουσιάσει δισεπίλυτα προβλήματα.
Η κατάσταση της σύγκλεισης
Η θέση των δοντιών που έχουν απομείνει στο στόμα και θα αποτελέσουν τα στηρίγματα μιας γέφυρας.
Ο βαθμός καταστροφής των δοντιών από την τερηδόνα ή από κατάγματα.
Η συνεκτίμηση όλων των παραπάνω παραγόντων καθώς και των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων κάθε σχεδίασης θα βοηθήσει τον οδοντίατρο να καταλήξει στο καταλληλότερο για την κάθε περίπτωση σχέδιο θεραπείας.
Η μεγάλη πρόοδος της οδοντιατρικής επιστήμης της τελευταίες δεκαετίες σε συνδυασμό με τη σωστότερη ενημέρωση του πληθυσμού γύρω από την στοματική υγιεινή έχει ως αποτέλεσμα να εξάγονται πολύ λιγότερα δόντια σε σχέση με το παρελθόν. Παρόλα αυτά υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ένα δόντι είναι καταδικασμένο και θα πρέπει να αφαιρεθεί από τον οδοντίατρο. Οι λόγοι που μας οδηγούν στην απόφαση αυτή ποικίλλουν. Ένα δόντι που είναι έγκλειστο και προκαλεί την εμφάνιση συχνών φλεγμονών, ένα ιδιαίτερα κατεστραμμένο δόντι που δεν μπορεί να αποκατασταθεί με κανένα τρόπο, η προχωρημένη περιοδοντίτιδα, τα εκτεταμένα κατάγματα των δοντιών κλπ είναι ενδείξεις για την εξαγωγή ενός ή περισσοτέρων δοντιών.
Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι η εξαγωγή ενός δοντιού θεωρείται μια μικρή χειρουργική επέμβαση. Για το λόγο αυτό ο οδοντίατρος που πρόκειται να αφαιρέσει κάποιο δόντι θα πρέπει να πάρει ένα πλήρες ιατρικό και οδοντιατρικό ιστορικό για να διαπιστώσει την ύπαρξη τυχόν αντενδείξεων ή γενικότερα όλων εκείνων των παραγόντων που μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα στη διαδικασία ή κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας. Για παράδειγμα, μπορεί να σας ρωτήσει εάν αιμορραγείτε εύκολα και αν το αίμα σταματά γρήγορα, αν πάσχετε από κάποιο καρδιακό νόσημα κλπ.Σε γενικές γραμμές, η εξαγωγή δοντιών στα παιδιά είναι απλές από τεχνική άποψη. Αυτό που μας δυσκολεύει συνήθως δεν είναι το ίδιο το δόντι αλλά η συμπεριφορά και στάση του παιδιού!
Στους ενήλικες η εξαγωγή ενός δοντιού μπορεί να παρουσιάσει αρκετές δυσκολίες. Δόντια με πολύ μεγάλες εμφράξεις ή απονευρωμένα ή δόντια με στραβές ρίζες κινδυνεύουν να σπάσουν κατά τη διάρκεια της εξαγωγής. Στις περιπτώσεις αυτές καθώς και σε κάθε άλλη όπου διαπιστώνεται ότι η εξαγωγή δεν θα είναι απλή, απαιτείται η λήψη ακτινογραφίας του υπαίτιου δοντιού.
Έπειτα ακολουθεί η διενέργηση τοπικής αναισθησίας οπότε ο γιατρός είναι πλέον έτοιμος να προχωρήσει στην αφαίρεση του δοντιού. Αφού τοποθετήσει τον ασθενή στην κατάλληλη θέση και ελέγξει αν η αναισθησία είναι επαρκής, εφαρμόζει τα κατάλληλα εργαλεία (ονομάζονται μοχλοί, οδοντάγρες και ριζάγρες) επάνω στο δόντι και με σταδιακές και σταθερές κινήσεις επιχειρεί να το κουνήσει και τελικά να το αφαιρέσει. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκασμένος να προχωρήσει στη λεγόμενη χειρουργική εξαγωγή , δηλαδή να κάνει κάποια τομή στα ούλα ώστε να αποκαλύψει ένα τμήμα της ρίζας του δοντιού, όταν για παράδειγμα σπάσει κάτω από τα ούλα και είναι αδύνατον να εξαχθεί με την κλασσική μέθοδο. Στο τέλος μιας χειρουργικής εξαγωγής το τραύμα ράβεται.
Αφού αφαιρέσει το δόντι, ο οδοντίατρος περιποιείται το τραύμα και σταματά την συνήθως μικρή αιμορραγία. Ακολούθως, δίνει τις κατάλληλες μετεγχειρητικές οδηγίες στον ασθενή και αν χρειάζεται, φαρμακευτική αγωγή. Συνήθως κλείνει ένα ραντεβού για την επόμενη ή μεθεπόμενη ημέρα για να ελέγξει την κατάσταση του τραύματος και την πορεία της επούλωσης.
ΕΡΩΤΗΣΗ: ο Οδοντίατρος μου τόνισε ότι πρέπει να αποκαταστήσω το κενό που έχει δημιουργηθεί στα δόντια μου μετά από μία εξαγωγή στην οποία υποβλήθηκα στο παρελθόν. Εγώ όμως δεν πονάω! Γιατί λοιπόν είναι απαραίτητη αυτή η θεραπεία;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όταν χάνεται ένα δόντι, το κενό που δημιουργείται προκαλεί διάφορα προβλήματα και θα πρέπει σύντομα να αποκαθίσταται. Σήμερα η οδοντιατρική επιστήμη έχει προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε ελάχιστα μόνο δόντια χάνονται. Παρόλα αυτά υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εξαγωγή ενός δοντιού κρίνεται επιβεβλημένη και αναπόφευκτη.
Τα δόντια μας έχουν την τάση να μετακινούνται προς τα κενά που βρίσκονται δίπλα τους. Αυτή είναι και η αιτία για όλα τα προβλήματα που προκύπτουν από την απώλεια ενός δοντιού.
Ας υποθέσουμε ότι χάνουμε ένα δόντι της κάτω γνάθου. Τότε το αντίστοιχο δόντι της άνω γνάθου που ακουμπούσε στο δόντι που χάθηκε, αχρηστεύεται από λειτουργική άποψη (γιατί έχει χαθεί το αντίστοιχο κάτω δόντι επομένως η σωστή μάσηση είναι αδύνατη) και αρχίζει να κατεβαίνει. Αυτό ονομάζεται υπερέκφυση. Η υπερέκφυση ενός δοντιού έχει ως αποτέλεσμα τα κενά που υπάρχουν μεταξύ αυτού του δοντιού και των διπλανών να μεγαλώνουν και να κατακρατούνται σε αυτά υπολείμματα τροφών. Παράλληλα, τα δόντια που βρίσκονται αριστερά και δεξιά του δοντιού που χάθηκε, μετακινούνται προς το κενό. Τα διαστήματα μεταξύ αυτών των δοντιών και των διπλανών τους μεγαλώνουν και γεμίζουν τροφές. Όλοι οι παραπάνω χώροι είναι πολύ δύσκολο να καθαριστούν αποτελεσματικά, ακόμη και με καθημερινό βούρτσισμα.
Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, οι επιφάνειες των δοντιών τερηδονίζονται και αρχικά θα απαιτηθεί σφράγισμα για τη θεραπεία τους, με τη δε πάροδο του χρόνου μπορεί να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη καταστροφή των δοντιών αυτών και τελικά σε κίνδυνο απώλειάς τους. Έτσι εγκαθίσταται ένας φαύλος κύκλος που μπορεί τελικά να οδηγήσει σε απώλεια μεγάλου αριθμού δοντιών.
Όλα τα παραπάνω μπορούμε να τα αποφύγουμε κάνοντας μια απλή γέφυρα ή ό,τι άλλο μας προτείνει ο Οδοντίατρός μας.
ΕΡΩΤΗΣΗ: τι προβλήματα μπορούν να δημιουργήσουν οι φρονιμίτες;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι φρονιμίτες (σωφρονιστήρες) είναι τα τελευταία σε σειρά δόντια και ανατέλλουν (βγαίνουν) στο στόμα συνήθως μετά το 18ο έτος της ηλικίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συνήθως όταν δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χώρος, ένας ή περισσότεροι σωφρονιστήρες μπορεί να μην ανατείλουν καθόλου, ή όπως λέμε να παραμείνουν έγκλειστοι (μέσα στο οστό της γνάθου) ή ακόμα και να ανατείλουν μερικώς (ημιέγκλειστοι). Οι έγκλειστοι σωφρονιστήρες συνήθως δεν προκαλούν προβλήματα. Το να μην εμφανιστεί ένας σωφρονιστήρας δεν πρέπει να μας ανησυχήσει, αντίθετα, μπορεί να θεωρηθεί ως "πλεονέκτημα" υπό την έννοια ότι οι σωφρονιστήρες προκαλούν συχνά προβλήματα και, λόγω της θέσης τους, κατά κανόνα τερηδονίζονται γρήγορα.
Όταν όμως ένας σωφρονιστήρας είναι ημιέγκλειστος, τότε συχνά συσσωρεύονται υπολείμματα τροφών ανάμεσα στα ούλα και στο δόντι. Η περιοχή αυτή αποτελεί έδαφος αναπαραγωγής μικροβίων τα οποία τελικά προκαλούν φλεγμονή, την περιστεφανίτιδα. Η περιστεφανίτιδα προκαλεί αυτόματο πόνο ή πόνο κατά τη μάσηση, κακοσμία, πιθανόν οίδημα (πρήξιμο) γύρω από το υπεύθυνο δόντι και άλλα ενοχλήματα. Χαρακτηρίζεται από συχνές υποτροπές και μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά, χωρίς καμία προηγούμενη ενόχληση του ασθενή.
Επίσης, ο σωφρονιστήρας είναι το δόντι που τερηδονίζεται πιο εύκολα από οποιοδήποτε άλλο στη στοματική κοιλότητα κι αυτό γιατί είναι πολύ δύσκολο να καθαριστεί σωστά (η οδοντόβουρτσα συνήθως δεν μπορεί να φτάσει σε όλες τις επιφάνειες του).
ΕΡΩΤΗΣΗ: δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τη φλεγμονή μόνο με αντιβίωση;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η αντιβίωση μπορεί να βοηθήσει μόνο παροδικά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Μάλιστα, δεδομένου ότι οι πιο πολλοί ασθενείς χρησιμοποιούν συχνά και αλόγιστα διάφορα αντιβιοτικά φάρμακα, η φλεγμονή μπορεί να είναι ανθεκτική σε ένα αντιβιοτικό και στην πραγματικότητα το πρόβλημα να μη λύνεται αλλά απλά να υποχωρεί για βραχύ χρονικό διάστημα. Για να λυθεί μόνιμα θα πρέπει να απομακρυνθεί η αιτία, δηλαδή ο σωφρονιστήρας.
Αν αντιληφθείτε ότι έχετε κάποιο πρόβλημα με τους φρονιμίτες σας, θα πρέπει να συμβουλευτείτε έγκαιρα τον Οδοντίατρό σας για την αποτροπή της επέκτασης της φλεγμονής. Μην περιμένετε να προκύψει βλάβη πριν επιδιώξετε μία επίσκεψη. Επιπλέον, όσο πιο νέο είναι ένα άτομο, τόσο ευκολότερη καθίσταται η εξαγωγή ενός εγκλείστου ή ημιεγκλείστου σωφρονιστήρα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: έχω τοποθετήσει δύο θήκες από πορσελάνη στα μπροστινά μου δόντια αλλά δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένη με το αισθητικό αποτέλεσμα. Το σχήμα και το χρώμα των δοντιών είναι πολύ καλό αλλά παρατήρησα μία αντιαισθητική μαύρη γραμμή στην περιοχή που τελειώνει η θήκη και αρχίζει το ούλο. Η γραμμή αυτή φαίνεται όταν γελάω και μου έχει δημιουργήσει ψυχολογικό πρόβλημα. Δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να αντικαταστήσω τις θήκες που έβαλα, εξάλλου είναι καινούριες! Γιατί συμβαίνει αυτό και υπάρχει λύση για να διορθωθεί η κατάσταση;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: το πρόβλημα που μου αναφέρετε μπορεί να είναι από απλό μέχρι πολύ σύνθετο! Η μαύρη αντιαισθητική γραμμή μπορεί να οφείλεται στο δόντι ή στην στεφάνη του δοντιού. Μία πιθανή αιτία είναι ότι η στεφάνη δεν κατασκευάστηκε έτσι ώστε να εφαρμόζει μέσα στα ούλα αλλά αφήνει ένα μικρό κενό. Κατά κανόνα οι στεφάνες από πορσελάνη καλύπτονται εσωτερικά από κάποιο κράμα μετάλλου έτσι ώστε να αυξάνεται η αντοχή τους. Μία λύση στο πρόβλημα σας θα μπορούσε να είναι η αντικατάσταση των στεφανών με άλλες οι οποίες αποτελούνται μόνο από πορσελάνη και είναι αισθητικά ανώτερες αλλά δεν είναι κατάλληλες για όλες τις περιπτώσεις.
Οι ολοκεραμικές στεφάνες και γέφυρες αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες εξελίξεις των τελευταίων ετών στην Οδοντιατρική . Το μεγάλο πλεονέκτημα τους είναι η αισθητική τους υπεροχή συγκριτικά με τις κλασικές μεταλλοκεραμικές προσθετικές εργασίες. Ο βασικός λόγος που για την κατασκευή των εργασιών αυτών χρησιμοποιούσαμε μέταλλο στο εσωτερικό ήταν η αυξημένη αντοχή που προσέδιδε, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό στην οπίσθια περιοχή όπου οι μασητικές δυνάμεις είναι έντονες. Στον αντίποδα αυτού του πλεονεκτήματος υπήρχε το μεγάλο μειονέκτημα να είναι ορατή μία σκούρη και αντιαισθητική γραμμή στο τελείωμα της εργασίας, στο σημείο ένωσης με τα ούλα. Το φαινόμενο αυτό έχει εξαλειφτεί με την έλευση των ολοκεραμικών συστημάτων τα οποία μάλιστα στην τελευταία τους γενιά έχουν και αυξημένη αντοχή. Εάν λοιπόν επιθυμείτε αστραφτερό και κυρίως απόλυτα φυσικό χαμόγελο, η πιο αξιόπιστη επιλογή είναι τα ολοκεραμικά.
Δεδομένου ότι υπάρχει οικονομικό πρόβλημα, μία απλούστερη λύση θα μπορούσε να είναι η τοποθέτηση κάποιας λευκής έμφραξης ανάμεσα στο τελείωμα της στεφάνης και τα ούλα σας η οποία θα κάλυπτε τη μαύρη γραμμή. Αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις που πρωταρχική αιτία εμφάνισης του προβλήματος είναι η υποχώρηση των ούλων.
ΕΡΩΤΗΣΗ: είχα τοποθετήσει μία γέφυρα στα κάτω πίσω δόντια πριν από 2 χρόνια αλλά αισθάνομαι ότι δεν εφαρμόζει σωστά. Μερικές φορές μου πονάνε τα δόντια της γέφυρας και δεν μπορώ να μασήσω σωστά. Σκέφτομαι να επισκεφτώ τον Οδοντίατρο αλλά δε θέλω να καταστρέψω τη γέφυρα. Μπορεί να διορθωθεί η κατάσταση χωρίς να χρειαστεί να αντικαταστήσω τη γέφυρα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: εξαρτάται από το πρόβλημα. Αν για παράδειγμα οφείλεται στον τερηδονισμό ενός δοντιού-στηρίγματος της γέφυρας μπορεί να μην είναι δυνατή η διατήρηση της γέφυρας σας. Αν όμως οφείλεται στον τρόπο που κλείνουν τα δόντια σας τότε ίσως ο Οδοντίατρος να είναι σε θέση με μία απλή τροποποίηση στη γέφυρα να διορθώσει το πρόβλημα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, αν κάποιο πρόβλημα που σχετίζεται με μία ακίνητη προσθετική εργασία παραμένει, ο οδοντίατρος είναι αναγκασμένος να επιχειρήσει να αφαιρέσει την προβληματική στεφάνη ή γέφυρα. Αυτό πραγματοποιείται με τη βοήθεια ειδικών εργαλείων που είναι σχεδιασμένα γι αυτό το σκοπό. Δυστυχώς ορισμένες προσθετικές εργασίες εφαρμόζουν τόσο σφιχτά ώστε είναι αδύνατον να αφαιρεθούν ανέπαφες. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να τροχιστεί το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένες, γεγονός που προκαλεί την καταστροφή τους.
Αφού αφαιρεθεί η γέφυρα, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ο οδοντίατρος θεραπεύει το δόντι που πάσχει. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αν δεν έχει μεταβληθεί το σχήμα του δοντιού, είναι σε θέση να επανατοποθετήσει την ίδια γέφυρα, με την προϋπόθεση φυσικά ότι αφαιρέθηκε ανέπαφη. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις θα πρέπει αναγκαστικά να προβείτε σε αντικατάσταση της προσθετικής εργασίας.